TIBISAY VARGAS ROJAS/ VENEZUELA/ EDICIÓN BILINGÜE ESPAÑOL - GRIEGO/POR: STELLA PANAGOPULU/GRECIA/ LA CASA QUE SOY

 

1.-

AQUEL TEMPLO

A la memoria de Emanuel Swedenborg


Amanece

y los Espíritus del Mundo

hasta el momento

nube oscura

viran a un azul prodigioso

los árboles nativos

enlazan sus ramajes

filtran el Sol

irisan, y yo

incrustada en la Luz

plena de fe caigo de hinojos

ante el Magno Misterio

de este templo que habito

sigo siendo la partícula disuelta

ser que se abisma

ante la súbita presencia de las cosas

salidas de la nada

maquinarias del hacer

magia o rutina

que me justifican.


*

ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΝΑΟΣ

Στη μνήμη του Εμανουελ Σουιντενμποργκ


Ξημερώνει

και τα Πνεύματα του Κόσμου

μέχρι στιγμής

σκοτεινό σύννεφο

στρέφονται προς το θαυμάσιο γαλάζιο

τα γηγενή δένδρα

ενώνουν τις φυλλωσιές τους

αφήνουν να εισχωρήσει ο Ήλιος

ιριδίζουν,και εγώ 

χωμένη μέσα στο Φως

γεμάτη απο πίστη γονατίζω

μπρος στο Μέγα Μυστήριο

αυτού του ναού που κατοικώ

συνεχίζοντας να είμαι ένα διαλυμένο μόριο

ύπαρξη που παραδίδεται

στην αιφνίδια παρουσία των πραγμάτων

βγαλμένα από το τίποτα

μηχανήματα

μαγίας η ρουτίνας

που με δικαιώνουν.


2.-

BAJO COSTUMBRE


Saco punta a mi lápiz

amarillo

me punza la nostalgia

su olor de siempre

a madera limpia, grafito

y pegamento

borra la tristeza, apresura

pequeñas alianzas con el deseo

que llamo palabra

y me somete

entonces

la que he sido

se detiene

sopesa la espesura, el grado de la fragua

y atreve la ordalía

porque poco importa ya

tras el primer trazo

si bate al viento

una capa fulgurante

o un harapo

que apenas cubra

mi costumbre.


*

ΥΠΟ ΣΥΝΗΘΕΙΑΝ


Ξύνω το μολύβι μου

το κίτρινο

η νοσταλγία  με κατατρώει

η παντοτινή της μυρωδιά

καθαρού ξύλου,γκράφιτι

και κόλλα

σβήνει την θλίψη,επισπεύδει

μικρές συμμαχίες με τον πόθο

που  ονομάζω λέξη

και παραδίδομαι

τότε

αυτή που υπήρξα

ακινητοποιείται

ζυγιάζει την πυκνότητα,το βαθμό της πήξης

και αποτολμά τη δοκιμασία

γιατί  λίγο πλέον έχει σημασία

μετά τη πρώτη χαρακιά

αν χτυπά στον αέρα

μια αστραφτερή κάπα

η ένα κουρέλι

που μόλις καλύπτει

την συνήθεια μου.



3.-

A un paso

de la luz

que entre índice y pulgar

destroza

esa puerta esquiva

sin dintel

también mido la estatura

de mi arrojo

traspasar o no

convierte mi silencio

en cómplice de condenas

todo umbral es trampa

toda palabra

juicio.


*

Σ'ένα πέρασμα


του φωτός

που ανάμεσα στον δείκτη και στον αντίχειρα

καταστρέφει

αυτή την άπιαστη πόρτα

χωρίς ανώφλι

μετρώ επιπλέον το ανάστημα

της τόλμης μου

να προσπεράσω η όχι

η σιωπή μου μετατρέπεται

σε συνένοχο των ποινών μου

κάθε ξεκίνημα είναι παγίδα

κάθε λέξη

δίκη.


4.-

Los pájaros no tienen tiempo

nada saben de estos ardides

duermen, sí, pero la noche sobreviene

en el cosquilleo de las plumas

y el llamado de los árboles.

Por eso en cada rama

cabe un pájaro perfecto

y de vez en cuando

un nido.


*

Τα πουλιά δεν ξερουν από χρόνο

δεν ξέρουν τίποτα

κοιμούνται,ναι,αλλά η νύχτα ενσκήπτει

στο τρεμούλιασμα των φτερών

και στο κάλεσμα των δένδρων.

Γι'αυτό σε κάθε κλαδί

χωρά ένα πουλί τέλειο

και καμία φορά

μια φωλιά.



5.-

Entre estos bananos del patio 

se atisba la grieta 

entre mundos 

delineados por la humedad 

que entre rocío y lágrimas permanece 

inalterablemente fría y temblorosa. 


Es entre este vapor que se desprende 

de la tierra, negra y dúctil 

cuajada de arideces, hervidero 

de múltiples conciencias asidas al minuto 

que se cree principio o fin a conveniencia. 

Es aquí 

bajo esta fugacidad de los aromas 

el esfuerzo sostenido de lo verde 

cuando un trazo de luz 

surca la página de la memoria 

hiende las sombras 

favorecido por el azar de la palabra 

y un lápiz puede ser dios 

u otra sustancia 

para testimonio de lo efímero.


(Del poemario Tercera Persona, 2008)


*

Ανάμεσα σε αυτές τις μπανανίες της αυλής

διακρίνεται η σχισμή

ανάμεσα σε κόσμους

σχεδιασμένους από την υγρασία

που ενδιάμεσα στη πρωινή δροσιά και στα δάκρυα παραμένει

αναλλοίωτα κρύα και τρεμάμενη.


Είναι ανάμεσα σ'αυτό τον ατμό που αποχωρίζεται

από την γη,μαύρη και εύπλαστη

πλημμυρισμένη από ξηρασίες,πλήθος

πολλαπλών συνειδήσεων γαντζωμένων στη στιγμή

που θεωρείται  αρχή η τέλος περιστασιακά.


Είναι εδώ

κάτω από την παροδικότητα των αρωμάτων

η επίμονη προσπάθεια του πράσινου

όταν μια χαρακιά φωτός

αυλακώνει τη σελίδα της μνήμης

χωρίζει τις σκιές

ευνοούμενο από το τυχαίο της λέξης

και ένα μολύβι μπορεί να γίνει θεός

η άλλη ουσία

για μαρτυρία του εφήμερου.


(Από το ποιήμα Τρίτο Πρόσωπο,2008)


***


Share:

0 comentarios