JAVIER PUIG/ESPAÑA/EDICIÓN BILINGÜE ESPAÑOL - GRIEGO/POR: STELLA PANAGOPULU/GRECIA/LA CASA QUE SOY
1.-
Han pasado los años
Ocurre casi siempre en inesperados
momentos de soledad,
en lugares inverosímiles,
en conexiones impensadas.
Hay algo que vuelve y me alcanza,
que me somete a su fresca radiación
y me absuelve de los vacíos
del tiempo presente.
Son unos instantes que me acercan
a una sensación remota,
las íntimas señales que me retrotraen
hasta las antiguas
inauguraciones de mi sentir.
Pero han pasado los años
y solo queda el tiempo vagamente esculpido,
filtrado por la debilidad de mi evocación;
un tiempo ya eximido de sus indecisos instantes, rehecho en la desdibujada presencia
de un antes siempre inconcluso,
pregunta infinita.
Estos años, que se concentran
en la biografía de un complejo ser,
en sus indomables aledaños,
en la discontinua forja
de una sutil avenencia con el mundo:
sendero minado de piedras propias
que a veces impiden
alzar la vista,
mirar lo importante,
comprender las desorientadas señales
de quienes a un lado nos esperan.
Al menos presiento que me he sido bastante leal, que me he retomado muchas veces,
que muchas veces atendí las alertas
de mi más insobornable
y primordial sentimiento.
Cada día descubro mi última mirada,
los paisajes de lo próximo,
su absoluta referencia,
la atemperada luz,
lo recóndito, lo nuevo y lo sagrado.
Y en todo busco una salvación minuciosa,
una íntima claridad
que no desdiga lo inmenso.
(de Estancias en la finitud)
*
Πέρασαν τα χρόνια
Συμβαίνει σχεδόν πάντα
σε ανέλπιστες στιγμές μοναξιάς,
σε απίθανους τόπους,
σε αδιανόητες σχέσεις.
Υπάρχει κάτι που γυρνά και με πλησιάζει,
που με υποτάσσει με την φρέσκια ακτινοβολία του
και με απαλλάσσει από τα κενά
του παρόντος χρόνου.
Ειναι κάποιες στιγμές που με πλησιάζουν
σε μια μακρινή αντίληψη,
τα έσχατα σημεία που με γυρίζουν πίσω
στην παλια έναρξη των αισθήσεων μου.
Αλλά πέρασαν τα χρόνια
και μόνο μένει αόριστα ο χρόνος σκαλισμένος,
φιλτραρισμένος από την αδυναμία της μνήμης μου,
ένας χρόνος ήδη απαλλαγμένος από τις αναποφάσιστες στιγμές του,
ανανεωμένος στην μισοσβησμένη παρουσία
ενός παρελθόντος παντοτινά ανοκλήρωτου,
ατελείωτη ερώτηση.
Αυτά τα χρόνια,που συγκεντρώνονται
σαν βιογραφία μιας πολύπλοκης ύπαρξης,
στα αδάμαστα περιβάλλοντα,
στην ασυνεχή σφυρηλάτηση
μιας λεπτής συμφωνίας με τον κόσμο:
μονοπάτι χαραγμένο με τις δικές του πέτρες
που κάποιες φορές εμποδίζουν
να υψώσεις το βλέμμα,
να παρατηρήσεις το σπουδαίο,
να κατανοήσεις τα αποπροσανατολιστικά σημάδια,
αυτών που μας περιμένουν στη μια πλευρά.
Τουλάχιστον αισθάνομαι πως υπήρξα αρκετά ειλικρινής,
πως πολλές φορές ξανά συμπεριέλαβα τον εαυτό μου,
πως πολλές φορές συνάντησα τους συναγερμούς
της πλέον ανυπότακτης
και πρωταρχικής συνείδησης μου.
Κάθε μέρα ανακαλύπτω την τελευταια ματιά,
τα τοπία της εγγύτητας,
την απόλυτη αναφορά,
το μετριασμένο φως,
το απόκρυφο,το νέο και το ιερό.
Και στα πάντα βρίσκω μια ελάχιστη σωτηρία,
μια προσωπική φωτεινότητα
που δεν απαρνιέται το άπειρο.
(Πεπερασμένες διαμονές)
2.-
Una estampa del tiempo
A mi padre
Del fondo de mi memoria emergen ahora
estampas descoloridas por la furia del tiempo.
Antiquísimas mañanas de domingo,
el descubrimiento de los nuevos paisajes
adentrándose en mí para siempre.
Mi padre poniendo en marcha
las mundanas formas de la dicha.
Nosotros con él,
viajando en tranvía
hacia la vibración de una playa engastada
en la sucia corteza de la ciudad.
Y su entusiasmo,
el hambre de goce que le he conocido
y que ahora estoy reviviendo.
Y tal vez, entonces,
la pequeñez de mi ser amenazado
por el jolgorio y la desmesura
de una muchedumbre extasiada;
pero, también,
momentos de claro disfrute,
refugios de asombro
que aún hoy intento merecer.
(de En la mirada)
*
Ένα αποτύπωμα του χρόνου
Στον πατέρα μου
Από το βάθος της μνήμης μου ξεπηδούν τώρα
αποτυπώματα ξεθωριασμένα από την οργή του χρόνου.
Πολύ παλιά κυριακάτικα πρωινά,
την ανακάλυψη καινούργιων τόπων
σκαμμένων μέσα μου για πάντα.
Ο πατέρας μου να ξεκινά
τα κοσμικά σχέδια της ευτυχίας.
Εμείς μαζί του,
να ταξιδεύουμε στο τραμ
προς τη δονούμενη παραλία βυθισμένη
στη βρώμικη κρούστα της πόλης.
Και τον ενθουσιασμό του,
τη πείνα της απόλαυσης που του γνώρισα
και που τώρα την ξαναζώ.
Και ίσως ,τότε,
η μικρότητα της ύπαρξης μου απειλούμενη
από το γλέντι και την υπέρβαση
ενός πλήθους σε έκσταση,
αλλά,επίσης,
στιγμές πραγματικής ευχαρίστησης,
καταφύγια μαγικά
που ακόμη σήμερα μου αξίζει να προσπαθώ.
(Η Ματιά)
3.-
En la espesura de lo invisible
Aún es pronto
pero ya me rodea la penumbra.
Y sé cuántas veces he estado ahí,
muy adentro,
en la espesura de lo invisible.
Enciendo el foco del flexo que apunta
a esta libreta en la que escribo.
En el fondo de sus hojas impolutas
veo el reflejo de tantos momentos sucedidos,
los escenarios en donde habita
mi más inquisitivo sentimiento.
Sillones, mecedoras, sofás,
y tantas mesas
en las que posaba el vaso, el cenicero,
un entorno adyacente que recubría
la suspendida vorágine,
un espacio secreto en el que buscar
las palabras luminosas,
el decible recodo que mereciese
una voz para otros días,
la construcción de un sentir indeleble.
Mi vista se detenía
en el inmenso maremágnum
de lo aún no nacido,
en ese vago lugar
donde a veces surge la llama,
el fuego de unas ideas prendidas
con la chispa de lo inaudito,
como una titilante luz fijada
en el sustrato de un fondo difuso.
Palabras que reproducían un mundo íntimo, el temblor de un profundo crecimiento.
El libro o la música me ayudaban
a retomar los caminos que hacía míos.
La voz llegaba casi ajena a mi pluma,
a borbotones que reposaban
en versos delicados o rotundos.
Algo de mí permanecía
en la evanescencia de los espejos,
en la solidez de lo impalpable,
mientras me quedaba a esperar lo inesperado,
como en esta mañana de estío,
abandonado en lo abierto.
(del poemario inédito En la espesura de lo invisible)
*
Στη πυκνότητα του αόρατου
Ακόμη είναι νωρίς
μα με κυκλώνει το μισοσκόταδο.
Και ξέρω πόσες φορές υπήρξα εδώ ,
πολύ βαθιά,
στη πυκνότητα του αόρατου.
Ανάβω τη λάμπα του γραφείου που σημαδεύει
πάνω σε τούτο το σημειωματάριο που γράφω.
Στο βάθος των λευκών του σελίδων
βλέπω την αντανάκλαση τόσων διαδοχικών στιγμών,
τις σκηνές όπου κατοικεί
η πλέον ανακριτική μου αίσθηση.
Καθίσματα,κουνιστές πολυθρόνες,καναπέδες
και τόσα τραπέζια
όπου τοποθετούσα το ποτήρι,το σταχτοδοχείο,
ένα περιβάλλον παρακείμενο που σκέπαζε
την ανασταλμένη περιδίνηση,
ένας τόπος μυστικός για να ψάξεις
τις φωτεινές λέξεις
την ειπωμένη στροφή που θα άξιζε
μια φωνή για άλλες μέρες
την δημιουργία μιας ανεξίτηλης αίσθησης.
Η ματιά μου στεκόταν
στον απέραντο σωρό,
που αγέννητος ακόμη
σε τούτο τον αόριστο τόπο,
όπου κάποιες φορές ξεπηδά η φλόγα,
η φωτιά των ιδεών υποδουλωμένων
στη σπίθα του ανήκουστου
σαν ένα τρεμουλιαστό σταθερό φως
σε υπόστρωμα θαμπού βυθού.
Λέξεις που ξαναδημιουργούσαν ένα εσωτερικό κόσμο,
το τρέμουλο μιας βαθιάς ανάπλασης.
Το βιβλίο η η μουσική με βοηθούσαν
να ξαναβρώ τα μονοπάτια που έκανα δικά μου.
Η φωνή ερχόταν σχεδόν ξένη στην πένα μου,
σαν φούσκες που ξεκουράζονταν
σε στίχους ευαίσθητους η κατηγορηματικούς.
Κάτι από μένα παρέμενε
στο φευγαλέο των ειδώλων,
στην αντοχή του ανεπαίσθητου,
ταυτόχρονα μου έμενε να περιμένω
το ανέλπιστο,
σαν εκείνο το καλοκαιριάτικο πρωί
εγκαταλελειμένος στο άνοιγμα.
(Ανέκδοτο ποίημα ,Στην πυκνότητα του αόρατου)
***
0 comentarios