POR: STELLA PANAGOPULU/GRECIA/ RAFAEL CADENAS/VENEZUELA/ LA CASA QUE SOY

 


1.-

Derrota


Yo que no he tenido nunca un oficio

que ante todo competidor me he sentido débil

que perdí los mejores títulos para la vida

que apenas llego a un sitio ya quiero irme (creyendo que mudarme es una solución)

que he sido negado anticipadamente y escarnecido por los más aptos

que me arrimo a las paredes para no caer del todo

que soy objeto de risa para mí mismo que creí

que mi padre era eterno

que he sido humillado por profesores de literatura

que un día pregunté en qué podía ayudar y la respuesta fue una risotada

que no podré nunca formar un hogar, ni ser brillante, ni triunfar en la vida

que he sido abandonado por muchas personas porque casi no hablo

que tengo vergüenza por actos que no he cometido

que poco me ha faltado para echar a correr por la calle

que he perdido un centro que nunca tuve

que me he vuelto el hazmerreír de mucha gente por vivir en el limbo

que no encontraré nunca quién me soporte

que fui preterido en aras de personas más miserables que yo

que seguiré toda la vida así y que el año entrante seré muchas veces más burlado en mi ridícula ambición

que estoy cansado de recibir consejos de otros más aletargados que yo («Ud. es muy quedado, avíspese, despierte»)

que nunca podré viajar a la India

que he recibido favores sin dar nada en cambio

que ando por la ciudad de un lado a otro como una pluma

que me dejo llevar por los otros

que no tengo personalidad ni quiero tenerla

que todo el día tapo mi rebelión

que no me he ido a las guerrillas

que no he hecho nada por mi pueblo

que no soy de las FALN y me desespero por todas estas cosas y por otras cuya enumeración sería interminable

que no puedo salir de mi prisión

que he sido dado de baja en todas partes por inútil

que en realidad no he podido casarme ni ir a París ni tener un día sereno

que me niego a reconocer los hechos

que siempre babeo sobre mi historia

que soy imbécil y más que imbécil de nacimiento

que perdí el hilo del discurso que se ejecutaba en mí y no he podido encontrarlo

que no lloro cuando siento deseos de hacerlo

que llego tarde a todo

que he sido arruinado por tantas marchas y contramarchas

que ansío la inmovilidad perfecta y la prisa impecable

que no soy lo que soy ni lo que no soy

que a pesar de todo tengo un orgullo satánico aunque a ciertas horas haya sido humilde hasta igualarme a las piedras

que he vivido quince años en el mismo círculo

que me creí predestinado para algo fuera de lo común y nada he logrado

que nunca usaré corbata

que no encuentro mi cuerpo

que he percibido por relámpagos mi falsedad y no he podido derribarme, barrer todo y crear de mi indolencia, mi

flotación, mi extravío una frescura nueva, y obstinadamente me suicido al alcance de la mano

me levantaré del suelo más ridículo todavía para seguir burlándome de los otros y de mí hasta el día del juicio final.

Del poemario Derrota (1963)


*

Ήττα

Εγώ που ουδέποτε είχα ένα επάγγελμα
και μπρος σε κάθε ανταγωνιστή αισθανόμουν αδύναμος
που έχασα τους καλύτερους τίτλους της ζωής
που μόλις φτάνω σε ένα τόπο θέλω να φύγω
(πιστεύοντας πως η μετακίνηση είναι μια λύση)
που με έχουν αρνηθεί προκαταβολικά
και χλευάσει οι πλέον κατάλληλοι
που προσεγγίζω τους τοίχους για να μην πέσω εντελώς
που είμαι αντικείμενο γέλιου για μένα τον ίδιο που πίστεψα
πως ο πατέρας μου  ήταν αιώνιος
που με ταπείνωσαν καθηγητές λογοτεχνίας
που μια μέρα ρώτησα σε τι μπορούσα να βοηθήσω και η απάντηση
ήταν ένα ξεκαρδιστικό γέλιο
που δεν θα μπορέσω ποτέ να φτιάξω ένα σπίτι,ούτε να είμαι θαυμάσιος ,
ούτε να θριαμβεύσω στη ζωή
που  με εγκατέλειψαν πολλοί γιατί σχεδόν δεν μιλώ
που αισθάνομαι ντροπή για πράξεις που δεν έκανα
που λίγο έλειψε να αρχίσω να τρέχω στους δρόμους
που έχασα το κέντρο που ποτέ δεν είχα
που κατάντησα ο περίγελος πολλών επειδή ζούσα στον κόσμο μου
που δεν θα συναντήσω ποτέ κάποιον να με υποφέρει
που με αγνόησαν στο όνομα άλλων πιο μίζερων από εμένα
που θα συνεχίσω έτσι όλη τη ζωή μου και που την χρονιά
που μπαίνει θα με κοροϊδεύουν πολύ περισσότερο για την γελοία φιλοδοξία μου
που κουράστηκα να δέχομαι συμβουλές από άλλους πιό απαθείς από εμένα("Είστε πολύ νωθρός,πονηρευτείτε,ξυπνήστε ")
που δεν θα μπορέσω να ταξιδέψω στην Ινδία
που δέχτηκα χάρες χωρίς να δώσω τίποτα σε αντάλλαγμα
που διασχίζω τη πόλη απο  το ένα μέρος στο άλλο
σαν φτερό
που αφήνομαι να με παρασύρουν οι άλλοι
που δεν έχω προσωπικότητα ούτε θέλω να έχω
που όλη τη μέρα κρύβω την εξέγερση μου
που δεν πήγα στους αντάρτες
που δεν έκανα τίποτα για το λαό μου
που δεν είμαι  με τις δυνάμεις απελευθέρωσης και απελπίζομαι
για όλα αυτά τα πράγματα και για άλλα
που το μέτρημά τους θάταν ατελείωτο
που δεν μπορώ να βγω από την φυλακή μου
που αποσύρθηκα από παντού
λόγω ανικανότητας
που στη πραγματικότητα δεν μπόρεσα να παντρευτώ ούτε να πάω στο Παρίσι
ούτε να έχω μια ήρεμη μέρα
που αρνούμαι να αναγνωρίσω τα γεγονότα
που πάντα αναμασάω την ιστορία μου
που είμαι βλάκας και πιο πολύ από βλάκας
από γεννησιμιού μου
που έχασα τον ειρμό του συλλογισμού που εκτελείται μέσα μου
και που δεν μπόρεσα να τον ξαναβρώ
που δεν κλαίω  όταν επιθυμώ να το κάνω
και φτάνω παντού αργά
που καταστράφηκα από τόσες πορείες και οπισθοχωρήσεις
που ανυπομονώ για την τέλεια ακινησία και την άψογη βιασύνη
που δεν είμαι αυτό που είμαι ούτε αυτό που δεν είμαι
που μολαταύτα έχω μια σατανική περηφάνεια
αν και μερικές στιγμές υπήρξα ταπεινός τόσο που εξισώθηκα με τις πέτρες
που έζησα δέκα πέντε χρόνια στον ίδιο κύκλο
που πίστευα ότι ήμουνα προορισμένος για κάτι πέρα από το σύνηθες
και δεν κατάφερα τίποτα
που ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσω γραβάτα
που  δεν βρίσκω το κορμί μου
που διέκρινα την ψευτιά μου μέσα από αναλαμπές
και δεν μπόρεσα να καταρρεύσω ,να σαρώσω τα πάντα και να δημιουργήσω από την αβουλία μου,την επίπλευση μου,την παρέκκλιση μου μια φρεσκάδα νέα και πεισματικά αυτοκτονώ σε κάθε ευκαιρία
θα σηκωθώ απ' τα πατώματα ακόμη πιο γελοίος
για να συνεχίσω να κοροϊδεύω τους άλλους και τον εαυτό μου μέχρι την ημέρα της τελικής κρίσης.

Από το ποιήμα Ηττα(1963)


Stella Panagopulu/Poeta y traductora
 (Atenas - Grecia)


2.-


«El mundo es una perla que apagándose o incendiándose  a
compás de las estaciones cumple su ciclo mortal».

Los cuadernos del destierro (1960), Rafael Cadenas.


¡Oh siderales nodrizas, lactantes de mi desnudez! Antaño yo tenía la fortaleza de la poesía.

En mi infancia estuve rodeado de deidades benévolas que me sentaban en sus rodillas. 

El amanecer
no saludaba mi destrucción. Ahora vivo de hinojos conjurando sucios males. Desvarío, arqueado sobre
mi memoria.

Los asesinos me circuyen, me dan palmadas, insinúan arrullos. Yo desconfío. Estoy vertido en mí. El
último día del año me traerá la claridad. En el acoplamiento de las falacias se incendia el paraje feliz.

Pero volvamos con muerte y todo a la mar llena. No hay que temer. ¡Quitemos la palabra miedo de las
inscripciones perennes!
¿Quién compartirá mi desunión?
Levantaré un himno a mi segregación de las fuerzas naturales.

Me he despedido de la tierra que me sustentaba.
Ya no me llaman los cambios regulares, los despertares cotidianos, las amenazas de tormenta, las
lluvias poderosas, los estelares indicios, los vaivenes de los líquidos, las sinfónicas nebulosas.
Anteo sin memoria, no defenderé mis negaciones.

Con jovial espíritu me persuado de la maldad de mi causa. La noche pródiga me confirma en mi
sinrazón. Sobrellevo en demasía collares públicos.

Me ahueca el artificio. Mi piel echa de menos tu caricia, tierra.
En la perplejidad del destierro encontraré un camino.
Universo oral de mi libertad, en tus galaxias encomiendo mi espíritu.

  
*

"Ο κόσμος είναι ένα μαργαριτάρι σβησμένο ή φλεγόμενο στο ρυθμό των εποχών συμπληρώνει τον θνητό του κύκλο"


Τα τετράδια της εξορίας(1960)Ραφαέλ Καδένας


Ω!Βυζάχτρες αστρικές ,θηλάζουσες την γύμνια μου!Κάποτε είχα την δύναμη της ποίησης.


Στην παιδική μου ηλικία ήμουν περιτριγυρισμένος από καλοπροαίρετες θεότητες που με κάθιζαν στα γόνατά τους.


Το ξημέρωμα

δεν χαιρετούσε την καταστροφή μου.Τώρα ζω από μάραθους ξορκίζοντας βρώμικες κακίες.Παραληρώ λυγισμένος από τις μνήμες μου.


Οι δολοφόνοι με κυκλώνουν,με χειροκροτούν,υπαινίσσονται ήχους.Δεν τους εμπιστεύομαι.Είμαι αδειασμένος μέσα μου.Η τελευταία μέρα του χρόνου θα μου φέρει την διαύγεια.Στην σύζευξη της απάτης φλέγεται ο ευτυχισμένος τόπος.


Αλλά επανασυνδεόμαστε με το θάνατο και τα πάντα στην γεμάτη θάλασσα.Δεν πρέπει να φοβόμαστε.Ξεχάστε την λέξη φόβος των μακρόβιων επιγραφών!

Ποιός θα μοιραστεί την διαφωνία μου;

Ύμνο θα ανυψώσω στην διάκριση των φυσικών δυνάμεων.


Αποχαιρέτησα τη γη που με έτρεφε.

Τώρα πια δεν με ελκύουν οι κανονικές αλλαγές,οι καθημερινές αφυπνίσεις,οι απειλές της καταιγίδας,οι δυνατές βροχές,οι αστρικές ενδείξεις,τα σκαμπανεβάσματα των υγρών,οι θολωμένες συμφωνικές ορχήστρες.

Ανταίος δίχως μνήμη,δεν θα υπερασπιστώ τις αρνήσεις μου.


Με πνεύμα νεανικό πείθομαι για την κακία του σκοπού μου.Η νύχτα σπάταλη επιβεβαιώνει την αδικία.Ανέχομαι υπερβολικά τα δημόσια κολάρα.


Με αδειάζει η προσποίηση.Το δέρμα μου νοσταλγεί το χάδι σου,γη.

Στην αμηχανία της εξορίας θα βρω τον δρόμο.

Σύμπαν προφορικό της ελευθερίας μου στους γαλαξίες σου εμπιστεύομαι το πνεύμα μου.


Το βιβλίο γράφτηκε στη διάρκεια των τριών χρόνων εξορίας του ποιητή στο νησί Τρινιδαδ.



***






Share:

0 comentarios