JULIO GONZÁLEZ ALONSO/ ESPAÑA/EDICIÓN BILINGÜE ESPAÑOL - GRIEGO/ POR: STELLA PANAGOPULU/ GRECIA/LA CASA QUE SOY

 


1.-

EN LA ESTACIÓN DEL TREN


Diez minutos sobran a mis propósitos : repasar los últimos recuerdos arropados de bondad,

dejar volar la mirada

hasta la frágil línea del horizonte,

hacer las maletas con las cosas necesarias.


No hay demasiados recuerdos compasivos; tal vez baste el gesto agradecido del emigrante negro frente a un desayuno. El horizonte se ha borrado entre nubes agrisadas de diciembre  y no encuentro nada imprescindible  que descolgar del armario  para el viaje que llegará a su tiempo. y espero en el andén solitario de los años.


No creo poder encontrar la frase adecuada;  además, ¿a quién le importaría? Ni siquiera. siento la premura de un gesto; a mi alrededor el aire de la noche envuelve las horas del reloj de una estación solitaria, los raíles de acero, la materia del frío, la mortecina luz de una lámpara,el eco de la vida con la solapa del abrigo alzada y las manos metidas en los bolsillos.


*

ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ


Δέκα λεπτά απομένουν για το σκοπό  μου:

να ανασύρω ξανά τις τελευταίες μνήμες ντυμένες καλοσύνη,

να αφήσω το βλέμμα να πετάξει

μέχρι την εύθραυστη γραμμή του ορίζοντα,

να φτιάξω τις βαλίτσες με τα απαραίτητα.


Δεν υπάρχουν πολλές μνήμες συμπόνοιας:

ίσως

αρκεί  η χειρονομία ευγνωμοσύνης του μαύρου μετανάστη

μπρος σ’ένα πρωινό γεύμα.Ο ορίζοντας έχει σβηστεί

μέσα στα γκριζωπά σύννεφα του Δεκέμβρη

και δεν βρίσκω τίποτα απαραίτητο

να ξεκρεμάσω από την ντουλάπα

για το ταξίδι που θάρθει η ώρα του

και προσμένω στην έρημη αποβάθρα του χρόνου.


Δεν νομίζω να μπορώ να βρω την κατάλληλη φράση:

άλλωστε,ποιόν θα ενδιέφερε;Ούτε καν

νιώθω τη βιάση μιας χειρονομίας,γύρω μου

ο αέρας της νύχτας τυλίγει τις ώρες του ρολογιού στον έρημο σταθμό ,οι χαλύβδινες ράγες,η κρύα ύλη,

το αχνό φως της λάμπας,

ο αντίλαλος της ζωής

με τον ανασηκωμένο γιακά του παλτού

και τα χέρια μέσα  στις τσέπες.


2.-

CARTA


Llegaste a la casa para preguntar: ¿qué es lo que haces?, ¿por qué entretienes tus pesares en los altos columpios de los sueños?

¿en qué barandilla, acodados, miran a lo lejos tus pensamientos?


¡Ah, y qué ingenua mi pretensión de responder!

Yo sé que vienes con tu trabajo y con tus redes de pescador de días, sueños de aire de cumbres donde sólo hay azul y luego el universo, y desde las barandas del tiempo tus pensamientos tejen juicios justos  y  honestos.


Miras en mis ojos y escrutas en mi alma

desarbolada en mitad del océano de la vida.

¡Ah, cómo quisiera entregarte una respuesta, ofrecerte un buen vino, regalarte una palabra luminosa, abrazar de la aurora el primer rayo!

Cuando llegaste a la casa y preguntaste

no supe qué responder. Yo estoy

aprendiendo a hacer el fuego,

esperando de la noche su frío de invierno,

el cielo estrellado, la nieve

luego en blandos copos y el silencio blanco

de un paisaje de olmos junto al río,

el sólo hecho de la fría luz de los carámbanos

titilando en el deshielo.


Y espero al ángel que, extendiendo sus brazos, me diga: no te canses más, reposa tu cabeza en mi pecho,

entrégame en los párpados cerrados 

los sueños

mientras llega el alba

con su pesadumbre


y no temas 

la hora de marchar.


*

ΓΡΑΜΜΑ


Ήρθες σπίτι να ρωτήσεις:τι είναι αυτό που κάνεις;γιατί διασκεδάζεις τα βάσανά σου στις ψηλές αιώρες των ονείρων;σε ποιό κιγκλίδωμα οι σκέψεις σου πολυεπίπεδες κοιτάζουν μακριά;


Αχ! τι αφελής αξίωση δική μου να απαντήσω!

Εγώ ξέρω πως έχεις τη δουλειά σου και τα δίκτυα σου για να ψαρεύεις μέρες ,όνειρα του αέρα και των κορυφών

όπου μόνο υπάρχει γαλάζιο και μετά το σύμπαν,

και από τα μπαλκόνια του χρόνου

οι σκέψεις σου υφαίνουν σωστές και τίμιες κρίσεις.


Με κοιτάζεις στα μάτια και διερευνάς την διαλυμένη μου ψυχή

στα μισά του ωκεανού της ζωής μου.


Αχ!πόσο θάθελα να σου απαντήσω.

να σου προσφέρω ένα ωραίο κρασί,να σου χαρίσω

λόγια φωτεινά,να αγκαλιάσω την πρώτη αχτίδα της αυγής!


Όταν ήρθες σπίτι και έκανες ερωτήσεις

δεν ήξερα τι να απαντήσω.Εγώ μαθαίνω

να ανάβω τη φωτιά,περιμένοντας τη νύχτα

το χειμωνιάτικο κρύο της,τον έναστρο ουρανό,

το χιόνι μετά τις μαλακές νιφάδες,και τη λευκή σιωπή

ενός τοπίου από φτελιές πλάι στο ποτάμι,

το μοναδικό γεγονός του κρύου φωτός

των παγοκρυστάλλων που λαμπυρίζουν στο λιώσιμο τους.


Και περιμένω τον άγγελο που απλώνοντας τα μπράτσα του

θα μου πει: μη κουράζεσαι πια,ακούμπησε το κεφάλι σου στο στήθος μου,

παράδωσε μου στα σφαλισμένα  βλέφαρα

τα όνειρα

ενώ φτάνει η αυγή

θλιμμένη.


και μη φοβηθείς

τη στιγμή της αναχώρησης.



3.-

LA ARQUITECTURA DE LA ARAÑA


La ciudad se teje de hilos luminosos, metales que ruedan, cimientos en el aire enrarecido.

Como la inmensa red de la arquitectura de la araña extiende su abrazo mortal por el espacio entregada a las manos invisibles de sus sueños, aturdidas pesadillas de neón y de cansancio, el frenético zumbido que recorre sus arterias y golpea en latidos moribundos todas sus extremidades.


Allí es el hombre, lepidóptero o gusano constructor en su crisálida; allí es el vuelo al destino de la muerte, el gemir breve del sexo en amor de alcoba,

allí es la luz del gozo efímero cuando cae el día engullendo la noche de las calles y los supermercados, cuando se detiene el ritmo acompasado de su corazón de trenes suburbanos; los quirófanos duermen. Cuando traspasan los océanos las palabras sonámbulas, qué cabe esperar si las mariposas se extenúan volando alrededor de millones de soles diminutos.


De ese hilo resistente,

de esa tela de araña

de ese mundo interior

vengo.


*

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ  ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ


Η πόλη υφαίνεται με φωτεινές κλωστές,μέταλλα που κυλάνε,τσιμέντα στον αραιωμένο αέρα.

Σαν το ατέλειωτο δίχτυ της αρχιτεκτονικής της αράχνης

απλώνει το θανάσιμο μπράτσο της στο χώρο

παραδομένη στα αόρατα χέρια των ονείρων της,

ζαλισμένοι εφιάλτες από νέον και εξάντληση,

το φρενήρες βουητό που διατρέχει τις αρτηρίες της

και χτυπά όλα τα άκρα της με παλμούς ετοιμοθάνατους.


Εκεί είναι ο άνθρωπος,λεπιδόπτερο η σκουλίκι κατασκευαστής

στη χρυσαλίδα του,

εκεί είναι το πέταγμα προς το πεπρωμένο του θανάτου,

το σύντομο βογγητό της συνουσίας στον έρωτα της κάμαρας,

εκεί είναι το φως της εφήμερης απόλαυσης όταν η μέρα τελειώνει

καταπίνοντας την νύχτα των δρόμων και των σούπερ-μάρκετ,

όταν σταματά ο  ρυθμικός παλμός της καρδιας της των προαστιακών τρένων,

τα χειρουργεία κοιμούνται.

Όταν προσπερνούν τους ωκεανούς λόγια υπνοβάτες,

τι είναι δυνατόν να περιμένεις

αν οι πεταλούδες εξαντλούνται πετώντας

γύρω από εκατομμύρια μικροσκοπικά πέλματα.


Από αυτή την ανθεκτική κλωστή,

από αυτό τον ιστό της αράχνης

από αυτόν τον εσωτερικό κόσμο

προέρχομαι.


***



Share:

0 comentarios